ἐκπορθήσει

ἐκπορθήσει
ἐκπόρθησις
sacking
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐκπορθήσεϊ , ἐκπόρθησις
sacking
fem dat sg (epic)
ἐκπόρθησις
sacking
fem dat sg (attic ionic)
ἐκπορθέω
pillage
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐκπορθέω
pillage
fut ind mid 2nd sg
ἐκπορθέω
pillage
fut ind act 3rd sg
ἐκπορθέω
pillage
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐκπορθέω
pillage
fut ind mid 2nd sg
ἐκπορθέω
pillage
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεόκτιστος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος. H μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. 2. Αποκεφαλίστηκε για τις ιδέες του με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Οκτωβρίου. 3. Θ. ο ναύκληρος. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην… …   Dictionary of Greek

  • ιππών — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. I. Διάρρυτος Κολωνία. Πόλη μεταξύ Καρχηδόνας και Ιτύκης, με οχυρή ακρόπολη, λιμάνια και ναυπηγεία. Ήταν πειρατικό ορμητήριο. Όταν ο Ρωμαίος ύπατος Καλπούρνιος Πίσων θέλησε να την εκπορθήσει, μαζί με τον ναύαρχό του,… …   Dictionary of Greek

  • Λέων ο Τριπολίτης — (τέλη 9ου – μέσα 10ου αι. μ.Χ.). Εξισλαμισμένος χριστιανός πειρατής από την Τρίπολη της Φοινίκης. Επιδόθηκε πολύ νέος στην πειρατεία και απέκτησε δικό του πειρατικό στόλο. Επιδεικνύοντας τόλμη και αγριότητα, αλλά και βοηθούμενος από το πειρατικό… …   Dictionary of Greek

  • Σιγούρδος — Όνομα βασιλιάδων της Νορβηγίας. 1. Σ. ο A’ (1089 1130). Διαδέχθηκε τον πατέρα του Μάγνο σε ηλικία εννέα χρόνων. Πριν αναλάβει προσωπικά την εξουσία επιχείρησε πολλές πειρατικές εκστρατείες, στη διάρκεια των οποίων λεηλάτησε τα παράλια της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”